τρυγήτρια

τρυγήτρια
τρυγ-ήτρια, , fem. of τρυγητήρ, D.57.45, Poll.1.222.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυγήτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγήτρια — η, ΝΑ βλ. τρυγητής …   Dictionary of Greek

  • τρυγήτριαι — τρυγήτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητής — Άλλη ονομασία του Σεπτεμβρίου, μήνα στον οποίο γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος. Ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους αρχαίους Ρωμαίους στον θεό Ήφαιστο, προς τιμήν του οποίου γιόρταζαν τα Βουλκανάλια. Ανάλογη γιορτή είχαν και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”